- ἐνερράφη
- ἐνράπτωsew up inplup ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐνράπτωsew up inplup ind act 1st sgἐνράπτωsew up inaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερράπτω — ἐρράπτω (Α) ράβω κάτι μέσα σε κάποιο πράγμα («ὡς ἐνερράφη Διὸς μηρῷ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν ράπτω, με αφομοίωση τού ν προς το ρ πρβλ. έν ρινος > έρρινος] … Dictionary of Greek